objective clause - translation to ισπανικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

objective clause - translation to ισπανικά

WORD, PHRASE OR CLAUSE THAT IS NECESSARY TO COMPLETE THE MEANING OF A GIVEN EXPRESSION
Complement (grammar); Predicative complement; Objective Complement; Complement clause; Complementary clause

objective clause      
cláusula objetiva (Gram.)
object lens         
  • Objective lenses of binoculars
  • Keck 2 Telescope]]
  • Two Leica [[oil immersion]] microscope objective lenses; left 100×, right 40×.
  • aperture]] 1:1.4
OPTICAL ELEMENT THAT GATHERS LIGHT FROM THE OBJECT BEING OBSERVED AND FOCUSES THE LIGHT RAYS TO PRODUCE A REAL IMAGE
Objective glass; Object glass; Object lens; Objective lens; Microscope objective lens; Microscope objective; Objective lenses; Object lenses; Object glasses; Objective glasses; Infinity correction; Infinity Correction; Objective (lens); Microscope Objective
lente de objeto {en un microscopio, etc.}
object glass         
  • Objective lenses of binoculars
  • Keck 2 Telescope]]
  • Two Leica [[oil immersion]] microscope objective lenses; left 100×, right 40×.
  • aperture]] 1:1.4
OPTICAL ELEMENT THAT GATHERS LIGHT FROM THE OBJECT BEING OBSERVED AND FOCUSES THE LIGHT RAYS TO PRODUCE A REAL IMAGE
Objective glass; Object glass; Object lens; Objective lens; Microscope objective lens; Microscope objective; Objective lenses; Object lenses; Object glasses; Objective glasses; Infinity correction; Infinity Correction; Objective (lens); Microscope Objective
lente de objeto {en un microscopio, etc.}

Ορισμός

object glass
¦ noun old-fashioned term for objective (in sense 2).

Βικιπαίδεια

Complement (linguistics)

In grammar, a complement is a word, phrase, or clause that is necessary to complete the meaning of a given expression. Complements are often also arguments (expressions that help complete the meaning of a predicate).